Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκλήθρος οι σκλήθροι
      γενική του σκλήθρου των σκλήθρων
    αιτιατική τον σκλήθρο τους σκλήθρους
     κλητική σκλήθρε σκλήθροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκλήθρος < → δείτε τη λέξη σκλήθρο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈskli.θɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκλή‐θρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκλήθρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία