Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκιοφοβία οι σκιοφοβίες
      γενική της σκιοφοβίας των σκιοφοβιών
    αιτιατική τη σκιοφοβία τις σκιοφοβίες
     κλητική σκιοφοβία σκιοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκιοφοβία < σκιά + -φοβία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκιοφοβία θηλυκό

  • φοβία για τις σκιές, παθολογικός φόβος που προκαλείται από τις σκιές

  Μεταφράσεις επεξεργασία