σκαφίδιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκαφίδιασμα < (σκαφιδιάζω) σκαφιδιασ- + -μα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaˈfi.ðʝa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐φί‐δια‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαφίδιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκαφιδιάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκαφίδιασμα
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)