Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαπανικό τα σκαπανικά
      γενική του σκαπανικού των σκαπανικών
    αιτιατική το σκαπανικό τα σκαπανικά
     κλητική σκαπανικό σκαπανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαπανικό < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαπανικό ουδέτερο

  • εργαλεία - κυρίως σκαπάνες, με χρήση στον πληθυντικό: σκαπανικά
    ※  Προτού μπει στη βάρκα ο Κόχραν, στράφηκε στον Καραϊσκάκη. Φίλε στρατηγέ, γρήγορη επίθεση εναντίον των Αθηνών. Λόρδε μου, στην Αίγινα υπάρχουνε χιλιάδες σκαπανικά, φτυάρια, κασμάδες, τσεκούρια, ξινάρια. Δώσε διάτα να μαζωχτούνε. (Κώστας Δέτσικας, Καραϊσκάκης: ο στρατάρχης, 2005, σελ. 655)

  Μεταφράσεις επεξεργασία