σκαλάθυρμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκαλάθυρμα < σκάλλω=σκαλίζω + αθύρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαλάθυρμα ουδέτερο
- (λόγιο) (σπάνιο) μικρό ή πρόχειρο λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο
- άτεχνο, βιαστικό λογοτεχνικό έργο, που γινόταν χωρίς προσοχή, χωρίς φροντίδα, προχειρολόγημα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκαλάθυρμα
|