↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκίστης οι σκίστες
      γενική του σκίστη των σκιστών
    αιτιατική τον σκίστη τους σκίστες
     κλητική σκίστη σκίστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκίστης < σκίζω, σκισ-, + -της • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκίστης αρσενικό (θηλυκό σκίστρια)

  1. μηχάνημα που σκίζει ξύλα
    ※  Πωλείται σκίστης ξύλων δύναμης 4 ίππων τριφασικός (από ιστοσελίδα πωλήσεων, 2022)
  2. (ανεπίσημο) άντρας που «σκίζει»
    ※  Πιο ενεργά είναι τα στοιχεία της πολιτικής κληρονομιάς που δεν δηλώνονται: Όπως η άρνησή του να το παίξει «σκίστης» (εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/06/2018 [1])
    ※  Από την άλλη, δεν μπορώ να μην βαρέσω το κεφάλι μου στον τοίχο με κάποιους σημερινούς. Αυτούς που θεωρούν ότι μπορούν να στέλνουν φωτογραφία το πουλί τους λες και είναι… αξιοθέατο χωρίς καν να τους το ζητήσεις ή αυτούς που πιστεύουν ότι φλερτάρουν λέγοντας σε ένα κορίτσι “θα σε ξεσκίσω, θα σε κάνω, θα σε δείξω… κοκ”. .... Το να έρχεται ένα μήνυμα από τον «σκίστη» έτσι από το πουθενά ή ακόμη χειρότερα το… πουλί του σκίστη πάλι από το πουθενά, δεν κάνει τον άλλο μάγκα. (περιοδικό ΟΚ, 22/03/2022, [2])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία