καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σιωπηλότης αἱ σιωπηλότητες
      γενική τῆς σιωπηλότητος τῶν σιωπηλοτήτων
      δοτική τῇ σιωπηλότητι ταῖς σιωπηλότησι(ν)
    αιτιατική τὴν σιωπηλότητα τὰς σιωπηλότητας
     κλητική ! σιωπηλότης σιωπηλότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιωπηλότης (μαρτυρείται από το 1856) [1] < σιωπηλ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιωπηλότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 908, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου