σιταρόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιταρόσουπα | οι | σιταρόσουπες |
γενική | της | σιταρόσουπας | — | |
αιτιατική | τη | σιταρόσουπα | τις | σιταρόσουπες |
κλητική | σιταρόσουπα | σιταρόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιταρόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) παραδοσιακή ελληνική νηστίσιμη σούπα που παρασκευάζεται από σιτάρια (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιταρόσουπα
|