↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σιπύη αἱ σιπύαι
      γενική τῆς σιπύης τῶν σιπυῶν
      δοτική τῇ σιπύ ταῖς σιπύαις
    αιτιατική τὴν σιπύην τὰς σιπύᾱς
     κλητική ! σιπύη σιπύαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιπύ
γεν-δοτ τοῖν  σιπύαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιπύη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιπύη, -ης [σῐπῠ-] θηλυκό

  1. δοχείο στο οποίο τοποθετούνταν και φυλασσόταν το αλεύρι
  2. πανέρι για ψωμί
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1296 (1294-1296)
    φασὶ γάρ ‹ποτ᾽› αὐτὸν ἐρεπτόμενον | τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων | οὐκ ἂν ἐξελθεῖν ἀπὸ τῆς σιπύης·
    Γιατί λένε ότι μια φορά ετούτος ευφραινόταν | με τα καλούδια νοικοκυραίων | και δεν έλεγε να βγει απ᾽ την αρτοθήκη.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία