↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῐπῠᾱ-
ονομαστική σιπύ αἱ σιπύαι
      γενική τῆς σιπύᾱς τῶν σιπυῶν
      δοτική τῇ σιπύ ταῖς σιπύαις
    αιτιατική τὴν σιπύᾱν τὰς σιπύᾱς
     κλητική ! σιπύ σιπύαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιπύ
γεν-δοτ τοῖν  σιπύαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιπύα < σιπύη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιπύα θηλυκό