σινίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σινίκι | τα | σινίκια |
γενική | του | σινικιού | των | σινικιών |
αιτιατική | το | σινίκι | τα | σινίκια |
κλητική | σινίκι | σινίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σινίκι < τουρκική şinik < αρχαία ελληνική χοῖνιξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασινίκι ουδέτερο,
- μέτρο υπολογισμού ποσότητας δημητριακών που ισούται με δυο τενεκέδες λαδιού περίπου 30 οκάδων που χρησιμοποιούνταν ως τα αλεστικά του μυλωνά ή ενοικίαση κτημάτων για σπορά σίτου ή βρίζας μέχρι και τη δεκαετία του 1950 σε ορεινές περιοχές ιδιαίτερα της Δυτικής Μακεδονίας.