↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιμιγδαλόσουπα οι σιμιγδαλόσουπες
      γενική της σιμιγδαλόσουπας
    αιτιατική τη σιμιγδαλόσουπα τις σιμιγδαλόσουπες
     κλητική σιμιγδαλόσουπα σιμιγδαλόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιμιγδαλόσουπα < σιμιγδάλ(ι) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιμιγδαλόσουπα θηλυκό

  • (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο παρασκευής το σιμιγδάλι
    ※  Ο Μιχαήλ Αντρέγιεβιτς αρέσκονταν να αστειεύεται με τις μανίες της φτωχής αυτής γυναίκας. Η Αλιόνα Φλόροβνα είχε μερικές πολύ περίεργες. Έτσι διαβεβαίωνε ότι ο Θεός απαιτούσε από κάθε χριστιανό να τρώει μια μπουκιά ψωμί ανάμεσα σε κάθε μπουκιά κρέατος, ψαριού ή λαχανικών. Μόνο η σιμιγδαλόσουπα μπορούσε να καταπίνεται χωρίς αυτή τη συνοδεία.
    Ανρί Τρουαγιά, Ντοστογιέφσκι: Η ζωή και το έργο του, (μετάφραση: Κώστας Κριτσίνης), Αθήνα: Πελεκάνος, 2015, σελ. 16 @books.google

  Μεταφράσεις

επεξεργασία