Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιμετιδίνη οι σιμετιδίνες
      γενική της σιμετιδίνης των σιμετιδινών
    αιτιατική τη σιμετιδίνη τις σιμετιδίνες
     κλητική σιμετιδίνη σιμετιδίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η σιμετιδίνη (στερεομοριακός τύπος)

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιμετιδίνη < λατινική cimetidine κατά ΔΚΟ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιμετιδίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία