↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σικυός οἱ σικυοί
      γενική τοῦ σικυοῦ τῶν σικυῶν
      δοτική τῷ σικυ τοῖς σικυοῖς
    αιτιατική τὸν σικυόν τοὺς σικυούς
     κλητική ! σικυέ σικυοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σικυώ
γεν-δοτ τοῖν  σικυοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σικυός < σικύα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σικυός αρσενικό (σῐκῠός)