Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιδηροπυρίτης οι σιδηροπυρίτες
      γενική του σιδηροπυρίτη
    αιτιατική τον σιδηροπυρίτη τους σιδηροπυρίτες
     κλητική σιδηροπυρίτη σιδηροπυρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σιδηροπυρίτης

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδηροπυρίτης < πυρ και σίδηρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιδηροπυρίτης αρσενικό

  • σουλφίδιο μεγάλης σκληρότητας με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα συνήθως
    Ο σιδηροπυρίτης αξιοποιείται στην παρασκευή θειϊκού οξέος, λιπασμάτων, στο καθάρισμα του πετρελαίου, στη χρωματουργία, στη βιομηχανία μελάνης, στη συντήρηση ξύλων, στα απολυμαντικά κ.α.

  Μεταφράσεις επεξεργασία