σιδηροπυρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδηροπυρίτης αρσενικό
- σουλφίδιο μεγάλης σκληρότητας με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα συνήθως
- Ο σιδηροπυρίτης αξιοποιείται στην παρασκευή θειϊκού οξέος, λιπασμάτων, στο καθάρισμα του πετρελαίου, στη χρωματουργία, στη βιομηχανία μελάνης, στη συντήρηση ξύλων, στα απολυμαντικά κ.α.