σιδερόπανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδερόπανο ουδέτερο
- πανί που χρησιμοποιείται για να καλύπτει τη σιδερώστρα, πάνω στο οποίο σιδερώνουμε
- κομμάτι λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιείται για να καλύπτει το ρούχο ή το ύφασμα που σιδερώνουμε
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανί που καλύπτει τη σιδερώστρα
|