Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδερόπανο τα σιδερόπανα
      γενική του σιδερόπανου των σιδερόπανων
    αιτιατική το σιδερόπανο τα σιδερόπανα
     κλητική σιδερόπανο σιδερόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδερόπανο < σιδερό- + -πανο < πανί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιδερόπανο ουδέτερο

  1. πανί που χρησιμοποιείται για να καλύπτει τη σιδερώστρα, πάνω στο οποίο σιδερώνουμε
  2. κομμάτι λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιείται για να καλύπτει το ρούχο ή το ύφασμα που σιδερώνουμε

  Μεταφράσεις επεξεργασία