Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιγαροποιός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σιγαροποι
ός
οι
σιγαροποι
οί
γενική
του
σιγαροποι
ού
των
σιγαροποι
ών
αιτιατική
τον
σιγαροποι
ό
τους
σιγαροποι
ούς
κλητική
σιγαροποι
έ
σιγαροποι
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιγαροποιός
<
σιγάρ(ον)
+
-ο-
+
-ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιγαροποιός
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που φτιάχνει
τσιγάρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιγαροποιός