σημάτιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σημάτιον | τὰ | σημάτιᾰ |
γενική | τοῦ | σηματίου | τῶν | σηματίων |
δοτική | τῷ | σηματίῳ | τοῖς | σηματίοις |
αιτιατική | τὸ | σημάτιον | τὰ | σημάτιᾰ |
κλητική ὦ! | σημάτιον | σημάτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σηματίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σηματίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σημάτιον < (σῆμα) σηματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασημάτιον ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό σήμα, σηματάκι