Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σερενάδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σερενάδ
α
οι
σερενάδ
ες
γενική
της
σερενάδ
ας
των
σερενάδ
ων
αιτιατική
τη
σερενάδ
α
τις
σερενάδ
ες
κλητική
σερενάδ
α
σερενάδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σερενάδα
<
ιταλική
serenata
<
λατινική
serenus
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σερενάδα
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
σερενάτα