σερβιτόρισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σερβιτόρισσα < σερβιτόρος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερβιτόρισσα θηλυκό
- C'est très pratique που 'λεγε κι η Annette / η ωραία σερβιτόρισσα του Tahiti. (Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, 1978)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σερβιτόρισσα
→ δείτε τη λέξη σερβιτόρα |