Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεναριολογία οι σεναριολογίες
      γενική της σεναριολογίας των σεναριολογιών
    αιτιατική τη σεναριολογία τις σεναριολογίες
     κλητική σεναριολογία σεναριολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεναριολογία < σενάρι(ο) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεναριολογία θηλυκό

  • εκτιμήσεις, λόγια, σενάρια, προβλέψεις που διαδίδονται δεξιά και αριστερά

  Μεταφράσεις επεξεργασία