Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σεμεντίτης οι σεμεντίτες
      γενική του σεμεντίτη των σεμεντιτών
    αιτιατική τον σεμεντίτη τους σεμεντίτες
     κλητική σεμεντίτη σεμεντίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η κρυσταλλική δομή του σεμεντίτη

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεμεντίτης < cementite < cement

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεμεντίτης αρσενικό

  • διαμεταλλική ένωση του σιδήρου με άνθρακα (καρβίδιο) με χημικό τύπο Fe3C που κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα και είναι ιδιαίτερα σκληρή και εύθραυστη στερεά φάση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία