Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σβόλιασμα τα σβολιάσματα
      γενική του σβολιάσματος των σβολιασμάτων
    αιτιατική το σβόλιασμα τα σβολιάσματα
     κλητική σβόλιασμα σβολιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβόλιασμα < σβολιάζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σβόλιασμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία