Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σατιρογραφία οι σατιρογραφίες
      γενική της σατιρογραφίας των σατιρογραφιών
    αιτιατική τη σατιρογραφία τις σατιρογραφίες
     κλητική σατιρογραφία σατιρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σατιρογραφία < σάτιρ(α) + -ο- + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σατιρογραφία θηλυκό

  • η συγγραφή σατιρών

  Μεταφράσεις επεξεργασία