Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σατανίσκος οι σατανίσκοι
      γενική του σατανίσκου των σατανίσκων
    αιτιατική τον σατανίσκο τους σατανίσκους
     κλητική σατανίσκε σατανίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία επεξεργασία

σατανίσκος < σατανάς + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σατανίσκος αρσενικό

  • (νεολογισμός) διαβολάκος
    Ξάφνου έρχεται πίσω του ένας σατανίσκος και του ψιθυρίζει όρθιος στο αυτί «φτιάξε αυτό! φτιάξε αυτό!». Πίσω από τον όρθιο, άλλος βελζεβούλης ψιθυρίζει στον ψιθυρίζοντα «πες του να φτιάξει αυτό! πες του να φτιάξει αυτό!».
    Μπουκάλας, Παντελής. "Του Σκίτσου η μάνα". Εφημερίδα Η Καθημερινή, 2014.09.17. πρόσβαση:2019.03.29.

  Αναφορές επεξεργασία