σαρκοστέωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαρκοστέωση | οι | σαρκοστεώσεις |
γενική | της | σαρκοστέωσης* | των | σαρκοστεώσεων |
αιτιατική | τη | σαρκοστέωση | τις | σαρκοστεώσεις |
κλητική | σαρκοστέωση | σαρκοστεώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρκοστεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαρκοστέωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία προοδευτική οστεοποίηση μυών
|
Πηγές
επεξεργασία- σαρκοστέωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)