↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρκοστέωση οι σαρκοστεώσεις
      γενική της σαρκοστέωσης* των σαρκοστεώσεων
    αιτιατική τη σαρκοστέωση τις σαρκοστεώσεις
     κλητική σαρκοστέωση σαρκοστεώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρκοστεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρκοστέωση < σαρκο- + οστέωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαρκοστέωση θηλυκό

  1. (ιατρική) άλλη μορφή του οστεοσάρκωμα
  2. (ιατρική) προοδευτική οστεοποίηση μυών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σαρκοστέωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)