σαπίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαπίτης | οι | σαπίτες |
γενική | του | σαπίτη | των | σαπιτών |
αιτιατική | τον | σαπίτη | τους | σαπίτες |
κλητική | σαπίτη | σαπίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαπίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαπίτης αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σαπίτης στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαπίτης