Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαματατζού οι σαματατζούδες
      γενική της σαματατζούς των σαματατζούδων
    αιτιατική τη σαματατζού τις σαματατζούδες
     κλητική σαματατζού σαματατζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαματατζού < σαματατζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.ma.taˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐μα‐τα‐τζού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαματατζού θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σαματατζής