σαλαγγιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλαγγιά | οι | σαλαγγιές |
γενική | της | σαλαγγιάς | των | σαλαγγιών |
αιτιατική | τη | σαλαγγιά | τις | σαλαγγιές |
κλητική | σαλαγγιά | σαλαγγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλαγγιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλαγγιά θηλυκό
- τριπλό αγκίστρι για ψάρεμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαλαγγιά