Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σακάτεμα τα σακατέματα
      γενική του σακατέματος των σακατεμάτων
    αιτιατική το σακάτεμα τα σακατέματα
     κλητική σακάτεμα σακατέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακάτεμα < σακατεύ(ω) + μα (αποβλήθηκε το -υ-)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σακάτεμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα του σακατεύω, μιας ενέργειας που έχει σαν αποτέλεσμα να μείνει κάποιος ανάπηρος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία