Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σακάτεμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σακάτεμα
τα
σακατέμα
τ
α
γενική
του
σακατέμα
τ
ος
των
σακατεμά
τ
ων
αιτιατική
το
σακάτεμα
τα
σακατέμα
τ
α
κλητική
σακάτεμα
σακατέμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σακάτεμα
<
σακατεύ(ω)
+ μα (αποβλήθηκε το -υ-)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σακάτεμα
ουδέτερο
το αποτέλεσμα του
σακατεύω
, μιας ενέργειας που έχει σαν αποτέλεσμα να μείνει κάποιος
ανάπηρος
Συγγενικά
επεξεργασία
σακατεμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σακάτεμα