ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σίτευσῐς αἱ σιτεύσεις
      γενική τῆς σιτεύσεως τῶν σιτεύσεων
      δοτική τῇ σιτεύσει ταῖς σιτεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σίτευσῐν τὰς σιτεύσεις
     κλητική ! σίτευσῐ σιτεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιτεύσει
γεν-δοτ τοῖν  σιτευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σίτευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σιτεύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σίτευσις, -εως θηλυκό