σέντσι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σέντσι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | σέντσι | ||
κλητική | σέντσι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σέντσι < σεντ < αγγλική cent < παλαιά γαλλική cent < λατινική centum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱm̥tóm
Ουσιαστικό επεξεργασία
σέντσι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του σεντ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σέντσι
|