Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάνταλο τα σάνταλα
      γενική του σάνταλου
σαντάλου
των σάνταλων
σαντάλων
    αιτιατική το σάνταλο τα σάνταλα
     κλητική σάνταλο σάνταλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάνταλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάνταλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία