Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρόστο τα ρόστα
      γενική του ρόστου των ρόστων
    αιτιατική το ρόστο τα ρόστα
     κλητική ρόστο ρόστα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρόστο < ιταλική arrosto

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρόστο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία