ρόβη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρόβη | οι | ρόβες |
γενική | της | ρόβης | των | ροβών |
αιτιατική | τη | ρόβη | τις | ρόβες |
κλητική | ρόβη | ρόβες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρόβη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɾo.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρό‐βη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρόβη θηλυκό
- (λαϊκότροπο, φυτό) το φυτό όροβος
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρόβη
→ δείτε τη λέξη όροβος |
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ρόβη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)