ρωδιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρωδιός | οι | ρωδιοί |
γενική | του | ρωδιού | των | ρωδιών |
αιτιατική | τον | ρωδιό | τους | ρωδιούς |
κλητική | ρωδιέ | ρωδιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρωδιός < ελληνιστική κοινή ῥῳδιός < αρχαία ελληνική ἐρῳδιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρωδιός αρσενικό
- (σπάνιο, πτηνό) άλλη μορφή του ερωδιός
- ※ Βιργίλιος, Γεωργικά, Α', μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης
- Τόμου γοργὰ οἱ βουτουναριὲς πετοῦν ἀπὸ τὴ μέση
Τῆς θάλασσας καὶ στοὺς γιαλοὺς τὰ κράσματά τους φέρνουν,
Παίζουν στὴν ξέρη οἱ κόλυμποι καὶ παραιτοῦν τὲς λίμνες
Τὲς γνωρισμένες οἱ ρωδιοὶ στὰ σύγνεφα πετῶντας.
- Τόμου γοργὰ οἱ βουτουναριὲς πετοῦν ἀπὸ τὴ μέση
- ※ Βιργίλιος, Γεωργικά, Α', μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρωδιός
|
Πηγές
επεξεργασία- ρωδιός σελ.6444 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)