ρωγοβύζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρωγοβύζι | τα | ρωγοβύζια |
γενική | του | ρωγοβυζιού | των | ρωγοβυζιών |
αιτιατική | το | ρωγοβύζι | τα | ρωγοβύζια |
κλητική | ρωγοβύζι | ρωγοβύζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρωγοβύζι ουδέτερο
- η άκρη του στήθους, η θηλή
- στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά... (Ν. Καββαδίας, Federico Garcia Lorca)
- θήλαστρο, μπιμπερό
Άλλες γραφές
επεξεργασία- ρογοβύζι (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρωγοβύζι
→ δείτε τη λέξη θηλή |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ρωγοβύζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας