ρούμπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρούμπος | οι | ρούμποι |
γενική | του | ρούμπου | των | ρούμπων |
αιτιατική | τον | ρούμπο | τους | ρούμπους |
κλητική | ρούμπε | ρούμποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρούμπος - αντιδάνειο < ιταλική σημασία ανεμολόγιο rombo ( [ο > u] από παλαιά ιταλικά rumbo ή από επίδραση του [r] και των χειλικών [mb] ) < λατινικά: rhombus < αρχαία ελληνική ῥόμβος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρούμπος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) (για παιχνίδια) μονάδα βαθμολογίας, πόντος
- (ναυτική ορολογία) η κάθοδος απο στενό τετράγωνο συνήθως πέρασμα. Ο ρούμπος οδηγεί απο το κυρίως κατάστρωμα σε κάτωθεν χώρους του πλοίου
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος χαζός
- (λαϊκότροπο) αυνανιζόμενος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρούμπος
|