ρουμπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρουμπώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαρουμπώνω
- παίρνω ρούμπο
- (ειδικότερα) παίρνω σε ένα παιχνίδι έναν ή όσους ρούμπους χρειάζεται ώστε να κερδίσω
- (μεταφορικά) (μεταβατικό) αποστομώνω
- (μεταφορικά) (μεταβατικό) συνουσιάζομαι
- την ρούμπωσα επιτέλους!