ρουφοκαυλέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίαρουφοκαυλέτα < ρουφώ + καυλί + -έτα (< δημώδης λατινική: -etta)
Προφορά
επεξεργασία/?/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρουφοκαυλέτα (el) θηλυκό
βλέπε: τσιμπουκλού
ρουφοκαυλέτα < ρουφώ + καυλί + -έτα (< δημώδης λατινική: -etta)
/?/
ρουφοκαυλέτα (el) θηλυκό
βλέπε: τσιμπουκλού