Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρουφιάνα οι ρουφιάνες
      γενική της ρουφιάνας
    αιτιατική τη ρουφιάνα τις ρουφιάνες
     κλητική ρουφιάνα ρουφιάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρουφιάνα < ρουφιάν(ος) + κατάληξη θηλυκού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾuˈfça.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐φιά‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρουφιάνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ρουφιάνος