Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ροογράφος οι ροογράφοι
      γενική του ροογράφου των ροογράφων
    αιτιατική τον ροογράφο τους ροογράφους
     κλητική ροογράφε ροογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροογράφος < ρο(ή) + -ο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροογράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία