ροογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαροογράφος αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) όργανο που καταγράφει τις μεταβολές στην ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ροογράφος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)