↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ροογράφος οι ροογράφοι
      γενική του ροογράφου των ροογράφων
    αιτιατική τον ροογράφο τους ροογράφους
     κλητική ροογράφε ροογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ροογράφος < ροή + -ο- + -γράφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ροογράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)