ροογράφημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el επεξεργασία
ροογράφημα < ροή + γράφημα
Ουσιαστικό επεξεργασία
το ροογράφημα (el) ουδέτερο, ενικός
τα ροογραφήματα (el) ουδέτερο, ενικός
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Flowchart στην αγγλική Βικιπαίδεια