↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριμάτα οι ριμάτες
      γενική της ριμάτας των ριμάτων
    αιτιατική τη ριμάτα τις ριμάτες
     κλητική ριμάτα ριμάτες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριμάτα < ρίμα + -άτα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ριμάτα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ριμάτα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)