↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρικετσίωση οι ρικετσιώσεις
      γενική της ρικετσίωσης* των ρικετσιώσεων
    αιτιατική τη ρικετσίωση τις ρικετσιώσεις
     κλητική ρικετσίωση ρικετσιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρικετσιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρικετσίωση < αγγλική rickettsiosis < rickettsia < Howard Taylor Ricketts

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρικετσίωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία