ρικετσίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρικετσίωση | οι | ρικετσιώσεις |
γενική | της | ρικετσίωσης* | των | ρικετσιώσεων |
αιτιατική | τη | ρικετσίωση | τις | ρικετσιώσεις |
κλητική | ρικετσίωση | ρικετσιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρικετσιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρικετσίωση < αγγλική rickettsiosis < rickettsia < Howard Taylor Ricketts
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρικετσίωση θηλυκό
- (ιατρική) μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από βακτήρια του γένους Rickettsia
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Rickettsiosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
- τύφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρικετσίωση