ρεφάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεφάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική rifare < ri- + fare < λατινική facere, απαρέμφατο του facio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁-
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαρεφάρω
- (προφορικό) ξανακερδίζω όσα χρήματα έχασα σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, σε μια δουλειά ή σε αποτυχημένη επένδυση
- (μεταφορικά) αποκαθιστώ κάτι που έχασα ή επανακτώ τις δυνάμεις μου
- (αργκό) δίνω, ή παίρνω μερίδιο, για συγκάλυψη (στη γλώσσα των κακοποιών)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρεφάρω | ρέφαρα | θα ρεφάρω | να ρεφάρω | ρεφάροντας | |
β' ενικ. | ρεφάρεις | ρέφαρες | θα ρεφάρεις | να ρεφάρεις | ρέφαρε | |
γ' ενικ. | ρεφάρει | ρέφαρε | θα ρεφάρει | να ρεφάρει | ||
α' πληθ. | ρεφάρουμε | ρεφάραμε | θα ρεφάρουμε | να ρεφάρουμε | ||
β' πληθ. | ρεφάρετε | ρεφάρατε | θα ρεφάρετε | να ρεφάρετε | ρεφάρετε | |
γ' πληθ. | ρεφάρουν(ε) | ρέφαραν ρεφάραν(ε) |
θα ρεφάρουν(ε) | να ρεφάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρεφάρισα | θα ρεφάρω | να ρεφάρω | ρεφάρει | ||
β' ενικ. | ρεφάρισες | θα ρεφάρεις | να ρεφάρεις | ρεφάρισε | ||
γ' ενικ. | ρεφάρισε | θα ρεφάρει | να ρεφάρει | |||
α' πληθ. | ρεφάραμε | θα ρεφάρουμε | να ρεφάρουμε | |||
β' πληθ. | ρεφάρατε | θα ρεφάρετε | να ρεφάρετε | ρεφάρτε | ||
γ' πληθ. | ρεφάρισαν ρεφάραν(ε) |
θα ρεφάρουν(ε) | να ρεφάρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρεφάρει | είχα ρεφάρει | θα έχω ρεφάρει | να έχω ρεφάρει | ||
β' ενικ. | έχεις ρεφάρει | είχες ρεφάρει | θα έχεις ρεφάρει | να έχεις ρεφάρει | ||
γ' ενικ. | έχει ρεφάρει | είχε ρεφάρει | θα έχει ρεφάρει | να έχει ρεφάρει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρεφάρει | είχαμε ρεφάρει | θα έχουμε ρεφάρει | να έχουμε ρεφάρει | ||
β' πληθ. | έχετε ρεφάρει | είχατε ρεφάρει | θα έχετε ρεφάρει | να έχετε ρεφάρει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρεφάρει | είχαν ρεφάρει | θα έχουν ρεφάρει | να έχουν ρεφάρει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεφάρω