ρευματοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρευματοδότηση | οι | ρευματοδοτήσεις |
γενική | της | ρευματοδότησης* | των | ρευματοδοτήσεων |
αιτιατική | τη | ρευματοδότηση | τις | ρευματοδοτήσεις |
κλητική | ρευματοδότηση | ρευματοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρευματοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρευματοδότηση < ρευματοδοτώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρευματοδότηση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ρευματοδοτώ, ρεύμα και δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρευματοδότηση
|
Πηγές
επεξεργασία- ρευματοδότηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)