↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρευματοδότηση οι ρευματοδοτήσεις
      γενική της ρευματοδότησης* των ρευματοδοτήσεων
    αιτιατική τη ρευματοδότηση τις ρευματοδοτήσεις
     κλητική ρευματοδότηση ρευματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρευματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρευματοδότηση < ρευματοδοτώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρευματοδότηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία