ρετουσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρετουσάρισμα < ρετουσάρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρετουσάρισμα ουδέτερο
- διόρθωση, βελτίωση
- ※ Η ολοένα εντεινόμενη ένταση της ρητορικής τρόμου, σύμφωνα με την έκφραση «σοκ και δέος», περιελάμβανε την εφαρμοσμένη τέχνη (δηλαδή την επικοινωνιακή διαχείριση) της πλήρους διαστροφής εννοιών, νοημάτων και φράσεων, ένα διαρκές «ρετουσάρισμα» της πραγματικότητας, συνοδευόμενη από την κατασκευή διχαστικών διχοτομιών και έναν ιδεολογικά εμμονικό σαδισμό, με έναν σαφέστατο και άμεσο στόχο: τη μετάλλαξη των πολιτών σε συγκατανευσιφάγους και σε οσφυοκάμπτες) (Προπαγάνδα: προβλήματα και συνέπειες, Εφημερίδα των Συντακτών, 09/07/2015 [1])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρετουσάρισμα
→ δείτε τη λέξη ρετούς |