ρετουσάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρετουσάρω < (λόγιο δάνειο) γαλλική retoucher[1]
Ρήμα
επεξεργασίαρετουσάρω
Συγγενικά
επεξεργασία- ρετούς και ρετουσάρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ρετουσάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας