ρεβιθοκεφτές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεβιθοκεφτές αρσενικό
- (γαστρονομία) κεφτές με βασικό υλικό το ρεβίθι
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεβιθοκεφτές
→ δείτε τη λέξη φαλάφελ |